επατενίζω

επατενίζω
ἐπατενίζω (Α)
ατενίζω, κοιτάζω προσεκτικά, προσηλώνω το βλέμμα σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπατενίζωσιν — ἐπατενίζω gaze stead fastly at pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατενίζω — (AM ἀτενίζω) 1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου 2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι αρχ. 1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος 2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”